φυντανάκι

φυντανάκι
το
(λαθεμένη γραφή), βλ. φιντανάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυντανάκι — το, Ν βλ. φιντανάκι …   Dictionary of Greek

  • φιντανάκι — και φυντανάκι, το, Ν [φιντάνι] (υποκορ. τ.) 1. μικρός βλαστός, φιντάνι 2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • Μανωλίδου, Βάσω — (Αθήνα 1917 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1932 και κατά την πενηνταετή της καριέρα ερμήνευσε πλήθος ρόλων με ιδιαίτερη επιτυχία. Μαζί με άλλους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής συντέλεσε στη λεγόμενη χρυσή περίοδο …   Dictionary of Greek

  • Χορν, Παντελής — (1880 – 1941). Θεατρικός συγγραφέας. Το 1899 αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Την περίοδο που ήταν ανθυποπλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού, έγραψε το πρώτο δραματικό του έργο, εμπνευσμένο από το δημοτικό τραγούδι Το γεφύρι της Άρτας, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”